Πνευστών

Πνευστών

Πνευστα

Τα πνευστά όργανα συνήθως διαιρούνται σε δύο μεγάλες ομάδες: ξύλινα και χάλκινα. Αυτή η διάκριση είναι κάπως παραπλανητική γιατί ένα σύγχρονο «ξύλινο» πνευστό δεν είναι απαραίτητα φτιαγμένο από ξύλο, ούτε ένα «χάλκινο» πνευστό από χαλκό. Η διαφορά αναφέρεται όχι τόσο στο υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένα τα όργανα όσο στον τρόπο τον οποίο παράγεται ο ήχος, και η χροιά.

Ξύλινα

Φλάουτο

Ανήκει σε μια πανάρχαια οικογένεια μουσικών οργάνων, της οποίας ένας από τους κυριότερους    πρώτους εκπροσώπους –ο αυλός- απαντάται στους αρχαίους Έλληνες, τους Εβραίους, τους Αιγύπτιους κι αργότερα τους Ρωμαίους. Με τα χρόνια, ο αυλός εξελίσσεται στο φλάουτο με ράμφος που παίζεται από το μουσικό σε ευθεία θέση, σε αντίθεση με το σημερινό φλάουτο, το οποίο παίζεται σε πλάγια.

Το φλάουτο, με τον καθαρό γλυκύτατο ήχο του είναι βασικότατο όργανο της συμφωνικής ορχήστρας καθώς είναι πολύ ευέλικτο και πολύ εύκολα μπορεί να παίξει γρήγορες νότες, αρπίσματα,  κ.λπ.

Οι σημαντικότεροι συνθέτες που έγραψαν για το φλάουτο είναι οι: Βιβάλντι, Χέντελ, Μότσαρτ, Μπετόβεν, Ντεμπισί και ο Μπαχ που το ανέδειξε σαν σολιστικό όργανο.

Το φλάουτο, αν και τώρα  είναι κατασκευασμένο από μέταλλο, θεωρείται μέλος της οικογένειας των ‘’ξύλινων’’ πνευστών.

Το σημερινό φλάουτο είναι αποτέλεσμα βελτιώσεων και τελειοποιήσεων που έγιναν στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα από τον Th. Boehm (1794-1881) ο οποίος εφευρίσκει το 1830 το ολοκληρωμένο σύστημα οπών και κλειδιών που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα . Το αρχικά ξύλινο αυτό όργανο κατασκευαζόταν κάποια εποχή από ελεφαντόδοντο ακόμη και από γυαλί. Από τις αρχές του 20ου αιώνα κατασκευάζονται οι πλαγίαυλοι από μέταλλο (σύγχρονο σπαστό φλάουτο) – κάποια μοντέλα δε είναι ασημένια ή χρυσά.

Κλαρινέτο

Ο ήχος παράγεται από μια απλή καλαμένια γλωττίδα (καλάμι) που βρίσκεται στο στόμιο του οργάνου. Πρωταρχικό ρόλο στην τεχνική του κλαρίνου  παίζει το φύσημα. Με την ανάλογη πίεση στο καλάμι του επιστόμιου του οργάνου ανεβαίνει ή κατεβαίνει το τονικό ύψος κάθε φθόγγου, ενώ το «γλίστρημα» των φθόγγων (κλισάντο) μπορεί να γίνει και με το φύσημα και με τα δάκτυλα.

Αναγνωρίζεται ως εθνικό όργανο, και στα χέρια άξιων μουσικών γίνεται το κατεξοχήν εκφραστικό μουσικό όργανο στην ηπειρωτική Ελλάδα. Με το κλαρίνο η δημοτική μελωδία ζει μια νέα λαμπερή περίοδο στον τομέα της οργανικής μουσικής.

Το κλαρινέτο , ως λαϊκό μουσικό όργανο, έρχεται στην Ελλάδα απ’ την Τουρκία με τους Τουρκόγυφτους, γύρω στα 1835. Πρωτοεμφανίζεται στη βόρεια Ελλάδα, την `Ηπειρο και τη δυτική Μακεδονία, απ’ όπου και προχωρεί προς τα κάτω. Μαζί, αρχικά με το βιολί και το λαούτο και αργότερα και με το σαντούρι, αποτελούν την κομπανία, το κατεξοχήν λαϊκό μουσικό σχήμα πού αντικαθιστά σιγά-σιγά την πατροπαράδοτη ζύγια νταούλι-ζουρνά.

Φλογέρα

Η φλογέρα είναι πνευστό μουσικό όργανο. Ανήκει στα ελληνικά ποιμενικά όργανα, μαζί με το σουραύλι, τη μαντούρα και το θιαμπόλι. 

Είναι κυλινδρικό, μακρόστενο, καθώς και ανοικτό και στα δύο του άκρα. 

Το ένα άκρο (κεφαλή) είναι το μέρος στο οποίο φυσά ο οργανοπαίκτης και παράγει τις κύριες δονήσεις του ήχου, και κατά μήκος του κυλίνδρου φέρει έξι ευθυγραμμισμένες οπές σε σχετικές αποστάσεις μεταξύ τους, τις οποίες κλείνει και ανοίγει με τα δάχτυλά του ο οργανοπαίκτης καθώς παίζει και οι οποίες δίνουν τα διαστήματα της διατονικής κλίμακας. 

Είναι παραδοσιακό μουσικό όργανο που φτιάχνεται από καλάμι, ξύλο ή κόκαλο, αλλά και πιο σύγχρονα υλικά πλέον, όπως πλαστικό. 

Έχει διάφορα μεγέθη και απαντάται με μήκος από 15 ως και 80 περίπου εκατοστά. 

Χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή μουσική.

Όμποε

Τα πρώτα όμποε ήταν κατασκευασμένα από έβενο ή άλλα πολύτιμα ξύλα και είχαν μονάχα δύο κλειδιά, όμως το 1839 τα κλειδιά έχουν γίνει πια δέκα ενώ έχει καθιερωθεί και το στενό καλάμι, που ο μουσικός δένει μόνος του πάνω στο επιστόμιο.

Το όμποε, ένα ακόμα μέλος της οικογένειας των ‘’ξύλινων’’ έχει μερικές σημαντικές ομοιότητες αλλά και διαφορές με το κλαρινέτο. Όπως εκείνο, έτσι και αυτό θεωρείται απόγονος του, αλλά ενώ στο κλαρινέτο το καλάμι που έρχεται σε επαφή με τα χείλη του μουσικού είναι μονό, στο όμποε είναι διπλό. ‘’Εφευρέτες’’ του οργάνου οι Γάλλοι μουσικοί της βασιλικής αυλής Ζαν Οτετέρ και Μισέλ Φιλντόρ, στα μέσα του 17ου αιώνα. Ο ‘’οξύαυλος’’, όπως είναι το ελληνικό του όνομα, επιβάλλεται αμέσως με την ποιότητα του ήχου του και οι συνθέτες αρχίζουν να γράφουν για αυτόν.

Το όμποε έχει διαπεραστικό και κάπως ένρινο ήχο που το κάνει να ξεχωρίζει μέσα στην ορχήστρα. Συγγενείς του οργάνου αυτού είναι το ‘’όμποε της αγάπης’’ (oboe d’ amore), του οποίου η απόληξη είναι σφαιρική αντί για καμπάνα και ο ήχος του βαθύτερος, αλλά και το αγγλικό κόρνο (cor anglais), με επίσης σφαιρική απόληξη κι ακόμα βαθύτερο ήχο που μπορεί να αποδώσει περίφημα μελαγχολικές και πολύ εκφραστικές μελωδίες.
Σαν σολιστικό όργανο το ανέδειξαν με τα κονσέρτα τους οι Vivaldi, Bach, Handel κ.α.

Φαγκότο

Το φαγκότο είναι το μεγαλύτερο  μέλος της οικογένειας των ‘’ξύλινων’’ πνευστών .Έχει  διπλό καλάμι στο επιστόμιό του. Τελειοποιήθηκε από τον Βέλγο οργανοποιό A. Sax και είναι ένα από τα κυριότερα όργανα της ορχήστρας.

Χάρη στην ιδιότυπη ‘’φωνή’’ του, μαλακή, λίγο βραχνή, ίσως και λίγο αστεία, οι συνθέτες το μεταχειρίζονται πολλές φορές για να υπογραμμίσουν κάποια κωμική σκηνή, με το μουσικό να παίζει τις νότες ‘’κοφτά’’ (staccato).

Το κόντρα-φαγκότο είναι το όργανο με τους βαθύτερους ήχους της οικογένειας, χρησιμοποιείται όμως σπάνια.

Σαξόφωνο

Το σαξόφωνο, γνωστό από την ευρύτατη χρήση του στη τζάζ και τη ροκ μουσική, έχει μερικές φορές θέση και στην συμφωνική ορχήστρα.  Το πρώτο σαξόφωνο, ήταν ξύλινο και είχε κατασκευαστεί από έναν ωρολογοποιό της Λιζιέ, το 1807. ‘’Πατέρας’’ του όμως, θεωρείται ο Adolf Sax (1814-1894) που το 1846 του έδωσε  το όνομά του.

Το σαξόφωνο είναι χάλκινο, αλλά ανήκει στην οικογένεια των ξύλινων πνευστών με μονό καλάμι. Διαθέτει κωνικό σωλήνα και επιστόμιο που μοιάζει με εκείνο του κλαρινέτου. Έχει 24 οπές ελεγχόμενες με κλειδιά. Εκτός από το σοπράνο σαξόφωνο που είναι ευθύγραμμο, όλες οι άλλες μορφές του (άλτο, τενόρο, βαρύτονο) έχουν σωλήνα που κάμπτεται στο κάτω μέρος του προς τα επάνω, σχηματίζοντας καμπάνα, ενώ το επάνω μέρος κάμπτεται αντίθετα, προς το στόμα του μουσικού.

Οι πιο γνωστοί συνθέτες  που έγραψαν έργα για  το όργανο αυτό είναι οι: G. Bizet, R. Strauss,T.Gershwin,P. Hindemith,κ.α. Το σαξόφωνο έγινε δημοφιλέστατο στις Ηνωμένες Πολιτείες στις αρχές του 20ου αιώνα, όπου εξελίχθηκε στο βασικότερο και πιο χαρακτηριστικό ίσως όργανο της τζάζ.

Χάλκινα

Τρομπέτα

Γύρω στα 1830, καθιερώνεται η τρομπέτα με τρία πιστόνια που χρησιμοποιούμε και σήμερα και η οποία μπορεί να αποδώσει όλη τη χρωματική σκάλα, αλλά και τρίλιες που την εποχή μπαρόκ παράγονταν μονάχα με ταχύτατες και δυσκολότατες κινήσεις των χειλιών του μουσικού.

Η τρομπέτα ανήκει στα όργανα της συμφωνικής ορχήστρας από πάρα πολλά χρόνια, αλλά είναι δημοφιλέστατο όργανο και στο χώρο της τζάζ.

Οι γνωστότεροι συνθέτες που έγραψαν έργα για το όργανο αυτό είναι οι:Strauss, Saint- Saëns, Stravinsky,Wagner κ.α.

Αρχηγός της οικογένειας των χάλκινων (brass) είναι χωρίς αμφιβολία η τρομπέτα. Η ιστορία της χάνεται στα βάθη των αιώνων. Το κέρας με τις δυο οπές στις δύο του άκρες σύντομα έδωσε τη θέση του στο ξύλο και αυτό στο μέταλλο. Τη συναντάμε σαν σάλπιγγα στην αρχαία Ελλάδα και σαν τούμπα στους Ρωμαίους. Το μήκος της αυξάνεται στα δυο και τρία μέτρα κι έτσι, υποχρεωτικά, ο μακρύς σωλήνας κάμπτεται δυο και τρεις φορές. Από τα μέσα του 17ου αιώνα, με την προσθήκη μιας κινητής σπείρας, η τρομπέτα γνωρίζει μεγάλη επιτυχία καθώς ελέγχεται πλέον η τονικότητά της.

Κόρνο

Το κόρνο ανήκει στην κατηγορία των χάλκινων πνευστών και είναι από τα πιο παλιά χάλκινα όργανα.

Στην αρχαιότητα ήταν κατασκευασμένο από κέρατα ζώων κάτι το οποίο φανερώνει και η ονομασία του (corno=κέρατο). Μέχρι το 1700 τα κόρνα και γενικά τα χάλκινα πνευστά μπορούσαν να παίξουν μόνο τις αρμονικές νότες του τόνου που ήταν κουρδισμένα. Αυτός ήταν ο λόγος για τον οποίο τα κόρνα άργησαν να αξιοποιηθούν στην ορχήστρα εξαιτίας αυτής της αδυναμίας τους να αποδώσουν χρωματικές νότες.

Η καταγωγή του χάνεται στη Σκανδιναβία της χάλκινης εποχής, με πρόγονο το τοπικόv όργανο λουρ, αλλά και το ρωμαϊκό κορνού.

Η χρήση του περιοριζόταν αποκλειστικά στο κυνήγι, αλλά στα τέλη του 17ου αιώνα οι τελειοποιήσεις είναι πια τόσες πολλές που οι πρώτοι προκλασικοί συνθέτες γράφουν έργα για κόρνο.

Τρομπόνι

Το τρομπόνι έχει ένα σημαντικό ρεκόρ ανάμεσα στα όργανα της συμφωνικής ορχήστρας. Στα τελευταία 400 χρόνια της ‘’ζωής’’ του, ως τις μέρες μας, δεν έχει υποστεί καμιά ουσιώδη αλλαγή.

Απόγονος του ρωμαϊκού και του βυζαντινού βούκινου, πρωτοεμφανίστηκε με τη μορφή που το ξέρουμε σήμερα τον 15ο αιώνα. Για τα επόμενα 200 χρόνια με την ονομασία σάκμπουτ ήταν δημοφιλέστατο στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και τη Βρετανία.

Τα πρώτα τρομπόνια υποστήριζαν με τον ήχο τους τους ψαλμούς της πολυφωνικής εκκλησιαστικής μουσικής πριν περάσουν και σε άλλα είδη μουσικής.

Το τρομπόνι αποτελείται από έναν αναδιπλωμένο χάλκινο σωλήνα που στο ένα άκρο του έχει σχήμα καμπάνας και στο άλλο επιστόμιο σε σχήμα φλυτζανιού.

Αντί για τα κλειδιά που βρίσκουμε στα περισσότερα πνευστά, στο τρομπόνι, το μήκος του σωλήνα (άρα και το ύψος των ήχων που παράγει) αυξομειώνεται με την κίνηση ενός τμήματός του μέσα σε ένα άλλο. Από τα πολλά είδη τρομπονιών των περασμένων αιώνων, σήμερα χρησιμοποιούνται κυρίως δύο: το τενόρο και το μπάσο τρομπόνι, με τονικότητες Si ύφεση και Sol αντίστοιχα. Η τονικότητά του βρίσκεται ακριβώς μια οκτάβα κάτω από εκείνη της τρομπέτας, ενώ έχει προβλεφθεί κι ένα ακόμα μικρό μήκος σωλήνα που δίνει τονικότητα σε Fa.

Ο μουσικός, σε αναλογία με τα έγχορδα χωρίς τάστα, πρέπει να καταλάβει με το αυτί τη σωστή θέση του σωλήνα για το σωστό τονικό ύψος. Οι θέσεις του σωλήνα είναι επτά και οι φθόγγοι προκύπτουν από την κατάλληλη θέση και πίεση των χειλιών του μουσικού. Ο ήχος του οργάνου είναι βαθύς, αλλά λαμπερός και η χροιά του μπορεί να αλλάξει με τη βοήθεια σουρντίνας.

Τούμπα

Η τούμπα είναι το πιο βαθύ σε ήχο από τα χάλκινα πνευστά. Είναι πολύ μεγάλη σε μέγεθος (αλλά και βάρος), συνδυάζοντας τον κωνικό σωλήνα και τα κλειδιά του κόρνου με το επιστόμιο σχήματος φλυτζανιού του τρομπονιού και της τρομπέτας.

Εξέλιξη αντίστοιχων ογκωδέστατων οργάνων των Ρωμαίων, παίρνει την πρώτη της μορφή το 1835, με πέντε κλειδιά, από τους Βερολινέζους μουσικούς Βίλελμ Βίλπρεχτ και Γιόχαν Γκότφριντ Μόριτς.

Σήμερα υπάρχουν σε χρήση δύο μεγέθη τούμπας, με τέσσερα ή πέντε κλειδιά που μπορούν να αποδώσουν πλήρη τη χρωματική κλίμακα: η μπάσο τούμπα σε Mi ύφεση και η μπάσο τούμπα σε Si ύφεση ή Si. Φυσικά, υπάρχουν και πολλές άλλες παραλλαγές, ανάλογα με τη μουσική παράδοση κάθε χώρας.

Η τούμπα χρησιμοποιείται τόσο στις συμφωνικές ορχήστρες, όσο και στις μπάντες.